-
1 παιδευω
1) воспитывать(τινὰ τρέφειν καὴ π., ἦθος πρὸς ἀρετέν πεπαιδευμένον Plat.)
τινὰ σώφρονα π. Eur. — воспитывать из кого-л. разумного человека;πεπαιδεῦσθαι καρτερεῖν πρὸς τὸ ῥῖγος Xen. — приучиться переносить холод2) учить, обучатьπ. τινά τινι и εἴς τι Plat., ἔν τινι, περί τι, реже ἐπί τι и ποιεῖν τι Xen. etc. — обучать кого-л. чему-л.;
ὅ πεπαιδευμένος Xen. — образованный (ученый, сведущий) человек3) наказывать
См. также в других словарях:
παιδεύω — (ΑΜ παιδεύω) 1. αναπτύσσω κάποιον πνευματικά και ηθικά, παιδαγωγώ, εκπαιδεύω 2. διαμορφώνω τον πολιτισμό, την πνευματικότητα ενός έθνους, ενός λαού ή μιας κοινωνικής ομάδας («τὴν Ἑλλάδα πεπαίδευκεν ὁ ποιητής», Πλάτ.) 3. κολάζω, τιμωρώ (α. περκαλώ … Dictionary of Greek